- παρεγκάμπτω
- Ακάμπτομαι προς τα πλάγια.[ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α)-* + ἐγκάμπτω «κάμπτω προς τα μέσα»].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
κάμπτω — (AM κάμπτω) 1. (μτβ.) λυγίζω, κυρτώνω κάτι, καθιστώ κυρτό κάτι που ήταν ευθύ, καμπυλώνω 2. μέσ. κάμπτομαι λυγίζομαι, κυρτώνομαι, λυγίζω το σώμα μου, σκύβω, καμπουριάζω 3. (μτβ. και αμτβ.) βαδίζοντας ή πλέοντας παρακάμπτω κάποιο σημείο, στρέφομαι … Dictionary of Greek